πολύγομφος

πολύγομφος
πολῠ-γομφος, ον,
A with many nails, well-riveted,

νῆες Hes.Op.660

, cf. Ibyc.Oxy.1790.1.18, A.Pers. 71 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς γόμφους, πολλά καρφιά 2. ο καρφωμένος γερά, στέρεος («πολύγομφος ναῡς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. τρί γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύγομφον — πολύγομφος with many nails masc/fem acc sg πολύγομφος with many nails neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγόμφου — πολύγομφος with many nails masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγόμφων — πολύγομφος with many nails masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγόμφωτος — ον, Μ πολύγομφος*, καρφωμένος με πολλά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γομφωτός (< γομφῶ «συναρμόζω»), πρβλ. ευ γόμφωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”